- δοκίμου
- δόκιμοςacceptablemasc/fem/neut gen sgδοκιμόωpres imperat act 2nd sgδοκιμόωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δοκίμου — Δόκιμος acceptable masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμότητα — η (AM δοκιμότης) [δόκιμος] η ιδιότητα τού δόκιμου, ικανότητα, αξία αρχ. μσν. γνησιότητα, καθαρότητα … Dictionary of Greek
σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο … Dictionary of Greek
τριηραρχώ — τριηραρχῶ, έω, ΝΑ [τριηράρχης] (στην αρχ. Αθήνα) εξοπλίζω τριήρη, είμαι τριήραρχος αρχ. 1. είμαι κυβερνήτης τριήρους («ἀνδρὸς δοκίμου καὶ τότε τριηραρχέοντος», Ηρόδ.) 2. (κατά την λατρεία τής Ίσιδος) εξοπλίζω ιερό πλοίο … Dictionary of Greek
υποκελευστής — ο, Ν ναυτ. (στο παρελθόν) βαθμός, αντίστοιχος τού λοχία στον στρατό, με τον οποίο αποφοιτούσαν οι μαθητές τών σχολών υπαξιωματικών τού Πολεμικού Ναυτικού, οι οποίοι σήμερα αποφοιτούν με τον βαθμό τού δόκιμου κελευστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * +… … Dictionary of Greek
ιησουίτες — Ονομασία των μελών ενός θρησκευτικού τάγματος από κανονικούς κληρικούς της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, η επίσημη ονομασία του οποίου είναι Εταιρεία του Ιησού (Societas Jesu). Αρχικός σκοπός της πρώτης κοινότητας, που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1534 από … Dictionary of Greek
Κρόμελινκ, Φερνάν — (Fernand Crommelynck, Βρυξέλλες 1885 – Σεν Ζερμέν αν Λε, Γαλλία 1970). Βέλγος συγγραφέας. Γιος ηθοποιών, ηθοποιός και ο ίδιος, αποκάλυψε από τα πρώτα του έργα ωριμότητα δόκιμου συγγραφέα. Ήδη στα πρώτα του δράματα, Δεν θα ξαναπάμε στο δάσος… … Dictionary of Greek
Ρέυμοντ, Βλαντισλάβ Στανισλάβ — (Reymont, Κομπιέλε Βιέλκι, Ράντομ 1867 – Βαρσοβία 1925). Πολωνός συγγραφέας. Ανήσυχος και ανυπότακτος χαρακτήρας, πέρασε μέσα σε περιπέτειες τα νεανικά του χρόνια, κάνοντας τον ηθοποιό, τον υπάλληλο, τον τηλεγραφητή, ενώ η μικρή παρένθεση της… … Dictionary of Greek